Η παχυσαρκία είναι μια χρόνια σύνθετη ασθένεια που ορίζεται από υπερβολική εναπόθεση λίπους η οποία μπορεί να βλάψει την υγεία. Η παχυσαρκία μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και καρδιακών παθήσεων, μπορεί να επηρεάσει την υγεία των οστών, την αναπαραγωγή και αυξάνει τον κίνδυνο ορισμένων μορφών καρκίνου. Ακόμη, επηρεάζει την ποιότητα ζωής, όπως τον ύπνο και την κίνηση.
Για παιδιά κάτω των 5 ετών:
Για παιδιά ηλικίας 5-19 ετών:
Η τυπική απόκλιση εκφράζεται μέσα από το Z-score το οποίο είναι ο αριθμός των τυπικών αποκλίσεων μιας τιμής μέτρησης πάνω ή κάτω από τη μέση τιμή του πληθυσμού για ίδια ηλικία και φύλλο.
Για τα παιδιά που αναπτύσσονται και μεγαλώνουν φυσιολογικά το Z-score ενός δείκτη βρίσκεται μεταξύ +1 και -1.
Για παράδειγμα, ένα αγόρι 2,5 ετών με βάρος 13 κιλά και ύψος 90 cm βρίσκεται πάνω στην 50η εκατοστιαία θέση άρα το Z-Score είναι 0. Αντίστοιχα, με βάρος 16 kg βρίσκεται πάνω από την 85η εκατοστιαία θέση άρα το Z-score είναι +1.
Ο παρακάτω πίνακας δείχνει σε ποια εκατοστιαία θέση αντιστοιχεί το Z-score.
Σε περίπτωση που δεν είναι εφικτό να υπολογίσουμε το z-score ο παρακάτω πίνακας κατατάσει τα παιδιά βάση του δείκτη μάζας σώματος είτε σε υπερβαρότητα είτε σε παχυσαρκία. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω τον δείκτη μάζας σώματος τον υπολογίζουμε από τις καμπύλες ανάπτυξης ΔΜΣ προς την ηλικία.
Για να υπολογίσετε το ΔΜΣ για το παιδί σας μπορείτε να επισκεφτείτε τον παρακάτω σύνδεσμο: https://www.mychildren.gr/growthcharts
Η παιδική παχυσαρκία έχει αναδειχθεί σε ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα δημόσιας υγείας του 21ου αιώνα. Στην Ελλάδα, το ποσοστό υπερβαρότητας και παχυσαρκίας κατά την παιδική και εφηβική ηλικία ανέρχεται στο 30%. Σύμφωνα με τον παγκόσμιο οργανισμό υγείας εκτιμάται πως 42 εκατομμύρια παιδιά κάτω των 5 ετών είναι σήμερα παχύσαρκα.
Η βρεφική και πρώιμη ηλικία αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στάδια της ζωής των παιδιών για την πρόληψη της υπερβαρότητας και της παχυσαρκίας.
Αξίζει να σημειωθεί πως υπάρχουν περιγεννητικοί προστατευτικοί παράγοντες οι οποίοι σχετίζονται με την μείωση του κινδύνου της παιδικής παχυσαρκίας. Σε αυτούς περιλαμβάνεται ο θηλασμός, ο οποίος αποτελεί τη βέλτιστη διατροφική μορφή σίτισης για τα νεογέννητα. Προσδίδει ανοσολογικά, νευρολογικά, ψυχολογικά και αναπτυξιακά οφέλη. Επίσης, η απουσία μητρικού θηλασμού έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαφόρων διαταραχών στην παιδική ηλικία όπως:
Ειδικότερα, το ανθρώπινο γάλα μπορεί να εμπλέκεται στον έλεγχο της ανάπτυξης και της όρεξης κατά τη νεογνική περίοδο και τη βρεφική ηλικία, επηρεάζοντας τον προγραμματισμό της ρύθμισης του ενεργειακού ισοζυγίου τόσο στην παιδική όσο και στην ενήλικη ζωή. Η παρατεταμένη διάρκεια και η αποκλειστικότητα του θηλασμού οδηγούν σε χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης κατά το πρώτο έτος της ζωής και, στη συνέχεια, φαίνεται να μειώνουν τους κινδύνους υπερβαρότητας και παχυσαρκίας σε παιδιά προσχολικής ηλικίας.
Ειδικότερα, το μητρικό γάλα είναι χαμηλότερο σε :
(α) ενέργεια
(β) πρωτεΐνη
(γ) υψηλότερο σε λίπος από τα περισσότερα εμπορικά παρασκευάσματα.
Διαφορές μητρικού θηλασμού-φόρμουλας
Ενέργεια: Ο αυξημένος όγκος γάλακτος που καταναλώνεται και η υψηλότερη ενεργειακή πυκνότητα του παρασκευάσματος οδηγούν σε 15%-23% υψηλότερη συνολική ενεργειακή πρόσληψη σε βρέφη ηλικίας 3 έως 18 μηνών που τρέφονται με γάλα φόρμουλας. Τείνουν επίσης, να τρώνε λιγότερα και μεγαλύτερα γεύματα και να τρέφονται λιγότερο συχνά κατά τη διάρκεια της νύχτας. Αντίθετα, τα βρέφη που θηλάζουν, φαίνεται να ανταποκρίνονται καλύτερα στις ενεργειακές ανάγκες, με την πρόσληψη μητρικού γάλακτος να μειώνεται μόλις προστεθούν οι στερεές τροφές. Σύμφωνα με μελέτη που έγινε σε παιδιά στη Βρετανία, κάθε επιπλέον 100 kcal/day που καταναλώνεται στους 4 μήνες συσχετίστηκε με 46% υψηλότερες πιθανότητες να είναι υπέρβαρα στα 3 έτη.
Πρωτεΐνη:Τα περισσότερα σκευάσματα τεχνητού γάλακτος περιέχουν υψηλότερη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες, έως και 50%-80% περισσότερο, σε σύγκριση με το μητρικό γάλα. Αυτή η τεράστια διαφορά έχει ειπωθεί ότι είναι ο κύριος καθοριστικός παράγοντας των διαφορών στην ανάπτυξη μεταξύ των βρεφών που τρέφονται με μητρικό γάλα και των βρεφών που τρέφονται με φόρμουλα. Η υψηλότερη πρόσληψη πρωτεΐνης κατά τη διάρκεια της διατροφής με φόρμουλα και της συμπληρωματικής διατροφής επηρεάζει σημαντικά το πρότυπο ανάπτυξης του παιδιού, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα ανάπτυξης παχυσαρκίας.
Λίπος: Αντίθετα από τις πρωτεΐνες, η περιεκτικότητα σε λίπος είναι υψηλότερη στο ανθρώπινο γάλα από ό,τι στα παρασκευάσματα που διατίθενται στο εμπόριο. Το πιο σημαντικό είναι ότι το μητρικό γάλα περιέχει διαφορετική συγκέντρωση πολυακόρεστων λιπαρών οξέων μακράς αλυσίδας.. Εξ όσων γνωρίζουμε, καμία μελέτη δεν έχει ακόμη βρει σημαντική συσχέτιση μεταξύ της πρόσληψης λίπους στη βρεφική και πρώιμη παιδική ηλικία σε σχέση με την αύξηση του σωματικού βάρους ή τον ΔΜΣ.
Χρειάζεται να τονιστεί πως τα βρέφη που θηλάζουν τείνουν να διατρέχουν χαμηλότερο κίνδυνο λόγω του υγιέστερου διατροφικού περιβάλλοντος της οικογένειάς τους. Επιπρόσθετα μερικές μελέτες υποδεικνύουν ότι η προσκόλληση στο μητρικό στήθος, σε αντίθεση με το μπιμπερό, οδηγεί το νεογέννητο να αναπτύξει μια πιο αποτελεσματική αυτορρύθμιση της ποσότητας του γάλακτος που θα καταναλώσει.
Συμπερασματικά, αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι πως η περίοδος από τη σύλληψη έως την ηλικία των 2 ετών θεωρείται η πιο κρίσιμη για την δημιουργία παθοφυσιολογικών διαταραχών που οδηγούν τελικά στην παιδική και μετέπειτα στην ενήλικη παχυσαρκία. Επομένως, κάθε παρέμβαση που έχει ως στόχο τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης μιας τέτοιας συνθήκης θα πρέπει να επικεντρώνεται σε αυτή τη συγκεκριμένη περίοδο της πρώιμης ζωής.
Πηγές:
Anderson, A. K., McDougald, D. M., & Steiner-Asiedu, M. (2010). Dietary trans fatty acid intake and maternal and infant adiposity. European Journal of Clinical Nutrition, 64(11), 1308–1315. https://doi.org/10.1038/ejcn.2010.166
Ardic, C., Assistant Professor, Usta, O., Omar, E., Yildiz, C., & Memis, E. (2019). Effects of infant feeding practices and maternal characteristics on early childhood obesity. Archivos Argentinos de Pediatria, 117(1). https://doi.org/10.5546/aap.2019.eng.26
Das, U. N. (2002). The lipids that matter from infant nutrition to insulin resistance. Prostaglandins, Leukotrienes, and Essential Fatty Acids, 67(1), 1–12. https://doi.org/10.1054/plef.2002.0374
Mameli, C., Mazzantini, S., & Zuccotti, G. (2016). Nutrition in the first 1000 days: The origin of childhood obesity. International Journal of Environmental Research and Public Health, 13(9), 838. https://doi.org/10.3390/ijerph13090838
Marseglia, L., Manti, S., D’Angelo, G., Cuppari, C., Salpietro, V., Filippelli, M., Trovato, A., Gitto, E., Salpietro, C., & Arrigo, T. (2015). Obesity and breastfeeding: The strength of association. Women and Birth: Journal of the Australian College of Midwives, 28(2), 81–86. https://doi.org/10.1016/j.wombi.2014.12.007
Obesity and overweight. (n.d.). Who.int. Retrieved July 6, 2024, from https://www.who.int/en/news-room/fact-sheets/detail/obesity-and-overweight
Qiao, J., Dai, L.-J., Zhang, Q., & Ouyang, Y.-Q. (2020). A meta-analysis of the association between breastfeeding and early childhood obesity. Journal of Pediatric Nursing, 53, 57–66. https://doi.org/10.1016/j.pedn.2020.04.024
Περί Παχυσαρκίας ⋆. (2020, June 25). Childhood-obesity.gr. https://childhood-obesity.gr/plirofories/peri-paxysarkias/